- υδραιμία
- η, Ν(ιατρ.-κτην.) η αύξηση τού ποσοστού τού νερού που περιέχεται στο πλάσμα τού αίματος, με αποτέλεσμα την αύξηση τού όγκου του και την αιμοαραίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydraemia (< υδρ[ο]-* + αίμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.